- ηθαλέος
- ἠθαλέος, -η, -ον (Α)1. συνηθισμένος2. (για ζώα) τιθασευμένος, εξημερωμένος, ήμερος («ἠθαλέοι ταῡροι», Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + κατάλ. -αλέος (πρβλ. νυστ-αλέος, φρικ-αλέος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἠθαλέοιο — ἠθαλέος accustomed masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθάλεοι — ἠθαλέος accustomed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθαλέας — ἠθαλέᾱς , ἠθαλέος accustomed fem acc pl ἠθαλέᾱς , ἠθαλέος accustomed fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)